-
1 σχέση
[-ις (-εως)] η1) отношение, связь, взаимосвязь;σε σχέση με... ( — или εν σχέσεν προς...) — а) относительно, в отношении (кого-чего-л.); — по отношению к (кому-чему-л.); — б) в связи с (чём-л.);
σε σχέση μ' αυτό — в этой связи, в связи с этим;
δεν έχει καμιά σχέση το ένα με τ' άλλον — одно с другим не вяжется; — одно к другому никакого отношения не имеет;
2) (чаще πλ.) отношения, связи, взаимоотношения;διεθνείς (διπλωματικές) σχέσεις — международные (дипломатические) отношения;
συντροφικές σχέσεις — товарищеские отношения;
διέκοψα κάθε σχέση μαζί του — я порвал с ним всякие отношения;
δεν έχω σχέσεις μ' αυτόν — у меня с ним нет никаких отношений;
3) связь (любовная);ερωτικές σχέσεις — любовные связи;
§ τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; — похож, как гвоздь на панихиду
См. также в других словарях:
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek